- σατινάρισμα
- το, -ατοςλείανση και στίλβωση υφάσματος, χαρτιού, φωτογραφίας κτλ., ώστε η επιφάνειά του να γυαλίζει σαν σατέν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατινάρισμα — το, Ν [σατινάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σατινάρω, στίλβωση, λείανση … Dictionary of Greek